Η συγκρότηση του κράτους
Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων δεν εκτυλισσόταν μόνο στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, δινόταν η μεγάλη μάχη της πολιτειακής οργάνωσης και της καθιέρωσης κεντρικών δομών διακυβέρνησης, που θα μπορούσαν να συντονίσουν καλύτερα τόσο τα μέτωπα του πολέμου, όσο και κρίσιμους τομείς του δημόσιου βίου, όπως η διοίκηση, η οικονομία και η εκπαίδευση.
Για τη διοικητική οργάνωση του Αγώνα συγκροτήθηκαν αρχικά τοπικοί οργανισμοί, οι οποίοι διαδέχθηκαν τον θεσμό των κοινοτήτων, βασικής οργανωτικής δομής επί Τουρκοκρατίας, και στη συνέχεια περιφερειακοί οργανισμοί, που ασκούσαν τον έλεγχο των επαρχιών.
Στο τέλος του πρώτου έτους της Επανάστασης, συγκαλείται η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821-Ιανουάριος 1822), στην οποία καθορίστηκε το σύστημα διακυβέρνησης που ονομάστηκε Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος. Υιοθετήθηκε η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που αντιστοιχούσαν η καθεμία σε ένα σώμα, το Βουλευτικόν, το Εκτελεστικόν και το Δικαστικόν. Η νομοθετική λειτουργία ανατέθηκε στα δύο πρώτα, κατά τρόπον ώστε να «ισοσταθμίζεται» η ισχύς τους μέσω του δικαιώματος της αρνησικυρίας: έτσι, οι αποφάσεις του Βουλευτικού αποκτούσαν ισχύ μόνο μετά την επικύρωσή τους από το Εκτελεστικό, ενώ τα σχέδια νόμων του τελευταίου τίθεντο σε εφαρμογή μετά την ψήφισή τους από το Βουλευτικό. Επιπλέον, το Βουλευτικό, εκλεγμένο σώμα των αντιπροσώπων του Έθνους, μεταξύ άλλων, ενέκρινε τον προϋπολογισμό και ήλεγχε τον γενικό απολογισμό, αλλά και επικύρωνε τις αποφάσεις σχετικά με τη διεξαγωγή πολέμου, την ειρήνευση ή τη σύναψη συνθήκης. Το Εκτελεστικό, αποτελούμενο από πέντε μέλη, διόριζε τον Αρχιγραμματέα της Επικρατείας, ο οποίος είχε την ευθύνη των εξωτερικών υποθέσεων και των υπολοίπων επτά υπουργών. Επίσης, το Σώμα είχε το δικαίωμα να συνάπτει δάνεια με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας ή να εκποιεί μέρος αυτής με τη συγκατάθεση του Βουλευτικού. Τέλος, το ανεξάρτητο Δικαστικό ήταν επιφορτισμένο με τη μέριμνα για την οργάνωση του συστήματος των Κριτηρίων (Δικαστηρίων).
Μέσα από τις Εθνικές Συνελεύσεις και τα καταστατικά τους κείμενα τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού κράτους, δυτικού τύπου.
Η οργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων των Ελλήνων δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς η κυρίαρχη πολεμική τακτική των επαναστατημένων ήταν αυτή του κλεφτοπολέμου, δηλαδή των αιφνιδιαστικών επιθέσεων, συνήθως κατόπιν ενέδρας, από ολιγάριθμες ομάδες τοπικού χαρακτήρα.
Στον Δημήτριο Υψηλάντη ανήκει μία από τις πρώτες απόπειρες συγκρότησης τακτικού σώματος, τον Ιούλιο του 1821, το οποίο πήρε μέρος σε αρκετές συγκρούσεις, διαλύθηκε όμως μετά τη συντριβή του στη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822). Ανασυγκροτήθηκε υπό τον Γάλλο συνταγματάρχη Φαβιέρο το 1825 και συμμετείχε σε μια σειρά από επιχειρήσεις, αποδίδοντας όμως πενιχρούς καρπούς.
Συνολικά, κατά την προ-καποδιστριακή περίοδο τα τακτικά στρατεύματα δεν φαίνεται να ήταν σε θέση να ευδοκιμήσουν, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και των αντίθετων συμφερόντων των προκρίτων και των οπλαρχηγών, οι οποίοι θεωρούσαν τα δυτικότροπα στρατιωτικά σχήματα ως ξένα για τη νοοτροπία του αρματολισμού. Μετά την έλευση του Κυβερνήτη, διορίστηκε διοικητής ο Βαυαρός συνταγµατάρχης Κάρολος φον Χάιντεκ, ο οποίος σε διάστηµα ενός έτους δηµιούργησε αξιόµαχο σώµα, αποτελούμενο από σώµατα Πεζικού, Πυροβολικού, Ιππικού και Μηχανικού.
Σε ό,τι αφορά τις ναυτικές δυνάμεις, ήδη προεπαναστατικά οι Έλληνες διέθεταν αξιοσημείωτη εμπορική ναυτιλία και πολεμική πείρα από υπηρεσία σε μισθοφορικά, αλλά και πειρατικά πλοία. Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), στα νησιά είχε αναδειχθεί μια δυναμική κοινωνική τάξη πλοιοκτητών και καπεταναίων, με αποτέλεσμα η συμβολή στον Αγώνα όλων των τουρκοκρατούμενων νησιών, και δη των τριών ισχυρότερων –Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών– να αποδειχθεί καθοριστική.
Η έκρηξη της Επανάστασης αναπόφευκτα διατάραξε τις μέχρι τότε οικονομικές δραστηριότητες των κατά τόπους πληθυσμών, γεννώντας παράλληλα νέες ανάγκες, όπως η εξεύρεση οικονομικών πόρων για τη συντήρηση των στρατευμάτων και την προμήθεια οπλισμού. Συχνό φαινόμενο αποτελούσαν οι τοπικοί έρανοι, η εκποίηση των χρυσών και αργυρών σκευών των μοναστηριών και των εκκλησιών, καθώς και η φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής, ενώ δεν έλειπαν και οι λαφυραγωγίες. Σημαντική πηγή άντλησης πόρων υπήρξαν, επίσης, οι γενναίες χορηγίες Ελλήνων και Φιλελλήνων, όπως ο Εϋνάρδος και ο Λόρδος Βύρων, οι οποίοι συνεισέφεραν την προσωπική τους περιουσία στον Αγώνα, και οι φιλελληνικοί έρανοι σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά και στην Αμερική.
Το κρίσιμο ζήτημα της χρηματοδότησης οδήγησε στην αναζήτηση κεφαλαίων από το εξωτερικό, η οποία ευοδώθηκε τελικά με την εξασφάλιση δύο δανείων εκ μέρους της Αγγλίας (1824-1825), με επαχθείς όρους και εγγύηση τα δημόσια κτήματα και έσοδα. Παρά τις πρόσκαιρες ελπίδες που δημιούργησαν, η διαχείριση των χρημάτων των δανείων αποτέλεσε την πηγή νέων προβλημάτων για τους αγωνιζόμενους Έλληνες.
Κατά την καποδιστριακή περίοδο, η ασκούμενη από τον Κυβερνήτη δημοσιονομική πολιτική προσπάθησε να καλύψει τα κρατικά έξοδα, χωρίς όμως πάλι να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
«Είναι λοιπόν χρεία, ως και συ, φίλε, το λέγεις, να παιδευθή το Γένος τα μαθήματα της ελευθερίας, τα οποία δεν είναι άλλα παρά τα μαθήματα της δικαιοσύνης»
Επιστολή του Αδαμάντιου Κοραή προς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο,
Παρίσι, 17 Ιουνίου 1824
Η παιδεία αποτέλεσε καταστατική προϋπόθεση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η προσπάθεια των Ελλήνων για εθνική, πολιτική και κοινωνική αναγέννηση. Οι Έλληνες Διαφωτιστές τονίζουν διαρκώς τη συμβολή της στην ηθική διαπαιδαγώγηση των πολιτών και στην εμπέδωση των αξιών μιας ελεύθερης και ισόνομης πολιτείας, ενώ και στα τοπικά και εθνικά συνταγματικά κείμενα του Αγώνα γίνεται λόγος για την υποχρέωση κάθε «πεφωτισμένης Διοικήσεως» να μεριμνά για τη δωρεάν εκπαίδευση.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ιδρύονται κατά τόπους σχολεία, συχνά με δωρεές πλουσίων Ελλήνων· γίνονται εκκλήσεις προς τη νεολαία να σπεύσει «διά να διδαχθή αμισθί»· δημοσιεύονται αγγελίες για εύρεση διδασκάλων της αλληλοδιδακτικής μεθοδολογίας, η πληρωμή των οποίων πολλές φορές εξασφαλίζεται από τους πόρους μοναστηριών· προσφέρονται υποτροφίες από φιλελληνικές οργανώσεις για σπουδές νεαρών Ελλήνων σε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα.
Η Εκκλησία, θεματοφύλακας της πίστης, της γλώσσας και της παράδοσης καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης, αναδεικνύεται σε βασικό πυλώνα εκπαίδευσης, καθώς από τους ανώνυμους κληρικούς μέχρι τους διδασκάλους του Γένους, οι εκπρόσωποί της μοχθούν για την πνευματική ανασυγκρότηση των Ελλήνων.