Page 122 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 122
122 ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Από την άνοιξη του 1821, σε κύριες περιοχές του πολέμου αναδείχθηκαν η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αργοσαρωνικού -με προεξάρχουσες την Ύδρα και τις Σπέτσες, που συγκρα- τούσαν στην Επανάσταση και τις Κυκλάδες- ενώ μακρύτερα, στο βορειοανατολικό Αιγαίο, η Σάμος, παρόλο ότι βρίσκεται τόσο κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας, θα αποδειχθεί το θαύμα της Ελληνικής Επανάστασης κατορθώνοντας να παραμείνει ελεύθερη και μαχόμενη μέχρι τέλους των δύσκολων και μακρόσυρτων εξελίξεων αυτού του αμφίρροπου αγώνα. Η Μάνη, με τη σειρά της, στον νότο της Πελοποννήσου, θα κρατήσει σταθερά εκτός του εδάφους της τα εχθρικά στρατεύματα.
Κατά τα δύο πρώτα έτη του πολέμου οι Έλληνες παρουσιάζουν νίκες σημαντικές, υφίστανται, ωστόσο, και ήττες. Το 1821 νικούν στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στο Λάλα, στη Μονεμβασιά, στην Πύλο, στην Κόρινθο, στο Χάνι της Γραβιάς, στην Τριπολιτσά, στο Αγρίνιο και αλλού επιτυγχάνοντας την απελευ- θέρωση ευρειών περιφερειών της Πελοποννήσου και της δυτικής και ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, την ώρα που, ανάμεσα σε άλλους, αναδεικνύονται σε ισχυρούς στρατιωτικούς αρχηγούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην Πελοπόννησο και ο Οδυσσέας Αντρούτσος στη Στερεά. Κατά το ίδιο έτος, το πρώτο έτος του Αγώνα, οι Έλληνες ηττώνται στην Αλαμάνα, στο Συρράκο, στους Καλαρρύτες, χάνουν την ευκαιρία να κατακτήσουν το κάστρο της Πάτρας, και βλέπουν να καταστρέφεται, μέσα σε λίγη ώρα, ο στόλος του Γαλαξειδίου αιφνιδιασμένος από τον εχθρό μέσα στο ίδιο το λιμάνι της ξακουστής αυτής ναυτικής πόλης της νότιας Στερεάς.
Κατά 1822, το δεύτερο έτος του πολέμου, οι Έλληνες καταλαμβάνουν την Αθήνα, το Ναύπλιο, αντιμε- τωπίζουν νικηφόρα την πολιορκία του Μεσολογγίου και κατανικούν, τον Ιούλιο του 1822, τη στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Τούτη η νίκη θα αποδειχθεί η σημαντικότερη του Αγώνα μια και οι Έλληνες -και ο Κολοκοτρώνης, που είχε τη μεγάλη αυτή επιτυχία- αποδεικνύουν, για πρώτη φορά, ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν επιτυχώς οθωμανικές στρατιές και όχι μόνον μικρότερες μονάδες οθωμανικού στρατού με τις οποίες, μέχρι τότε, είχαν συγκρουστεί. Το 1822, ωστόσο, οι ήττες των Ελλήνων δεν είναι μικρές. Σκληρή ήταν η ήττα στο Πέτα της Άρτας, καθώς και η φρικτή σφαγή με την οποία η Χίος καταστράφηκε μένοντας μέχρι τέλους, πια, εκτός Αγώνος.
Παράλληλα με τις δράσεις των δυνάμεων της στεριάς, ο ελληνικός στόλος, με ραχοκοκκαλιά του τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, παρακώλυε και νικούσε τον εχθρικό στόλο, ενίσχυε και υποστήριζε τις επιθέσεις των Ελλήνων κατά των παραλιακών κάστρων της Πελοποννήσου, διέκοπτε και ακύρωνε τη δια θαλάσσης διαπεραίωση τουρκικών στρατευμάτων προς τις επαναστατημένες περιοχές.
Μέσα σε δύο χρόνια, η Επανάσταση έμοιαζε να στερεώνεται σε στεριά και θάλασσα. Παράλληλα, το Έθνος είχε συσκεφθεί στην πρώτη του Εθνοσυνέλευση (Δεκ. 1821-Ιαν. 1822) στην Πιάδα της Επιδαύρου, είχε εκλέξει Βουλευτές για το Βουλευτικόν και το Εκτελεστικόν, με πρώτο Πρόεδρο του Εκτελεστικού τον σημαντικότερο πολιτικό της Επανάστασης, τον πολύγλωσσο, οραματιστή και δρα- στήριο φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Κατά τα πρότυπα της Αμερικανικής Επανάστασης, η Α’ Εθνοσυνέλευση είχε ψηφίσει Σύνταγμα δυτικού τύπου καθώς και Διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτη- σίας, διετήρησε, ωστόσο, τα όργανα διοίκησης που, με την έκρηξη της Επανάστασης, είχαν στηθεί, σε περιφερειακό επίπεδο. Ανάμεσα σε αυτά, ισχυρότερη ήταν, με απόσταση, η Πελοποννησιακή Γερουσία με την οποία συντονίστηκαν εξ αρχής οι πενήντα περίπου προυχοντικές ελληνικές οικογένειες της Πελοποννήσου μαζί με τον ανώτερο κλήρο του Μοριά.
Το 1823 ήταν η χρονιά που έφερε μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της Επανάστασης και την αρχή των δεινών που οδήγησαν στον μοιραίο εμφύλιο πόλεμο του 1824. Στη βάση των εξελίξεων βρισκόταν η ανατροπή των ισορροπιών που είχε προκύψει από το μεγάλο κύρος του Θεόδωρου Κο- λοκοτρώνη μετά την νίκη του στα Δερβενάκια. Ο Κολοκοτρώνης, ως ο ισχυρότερος «στρατιωτικός», βασιζόμενος στη δύναμη που του είχε δώσει ανάμεσα στους Έλληνες η νίκη του αυτή, απεφάσισε να ελέγξει τα πολιτικά πράγματα κατά τη Β’ Εθνοσυνέλευση που πλησίαζε, και να παραμερίσει τη