Page 273 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 273
To γλωσσικό αποτύπωμα της Εθνικής Παλιγγενεσίας
Δρ Μαρία Καμηλάκη
Προϊσταμένη Τμήματος Κοινοβουλευτικής Βιβλιοθήκης
ΕΙΣΑΓΩΓH
Διακόσια χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασςη του 1821, ο μακρινός απόηχος των συγκλονιστικών εκείνων γεγονότων, που σηματοδότησαν το πέρασμα των Ελλήνων από τη σκλαβιά στην ελευθερία, ζωντανεύει για εμάς μέσα από σελίδες γραπτών αφηγήσεων (π.χ. Απομνημονεύματα), ιστορικά κειμήλια Αγωνιστών, όπως τουφέκια, σπαθιά και παλάσκες, καθώς και έργα τέχνης, φιλελληνικής κυρίως προέλευσης, όπως οι ζωγραφικοί πίνακες, τα χαρακτικά και τα κάθε είδους καλλιτεχνήματα (βάζα, πιάτα, μελανοδοχεία κ.ά.).
Το βίωμα όμως των ανθρώπων που ξεσηκώθηκαν κατά των Οθωμανών εκφράστηκε με εκφωνούμενες λέξεις, με ιαχές και με συνθήματα ξεσηκωμού. Με παλλόμενο λόγο εμψύχωναν οι οπλαρχηγοί τα παλικάρια τους στα πεδία των μαχών και κατάστρωναν ναυτικά σχέδια οι Υδραίοι, οι Ψαριανοί και οι Σπετσιώτες στα καράβια. Σε αγωνιώδεις λέξεις εκφράστηκε το δράμα των Μεσολογγιτών πριν από την ηρωική τους Έξοδο. Μέσω του διαλόγου αντάλλασσαν απόψεις οι πληρεξούσιοι στις Εθνικές Συνελεύσεις κατά τη διαμόρφωση των καταστατικών κειμένων του νεοελληνικού κράτους. Η πορεία προς την κατάκτηση της Ελευθερίας των Ελλήνων διαμεσολαβήθηκε από τη γλώσσα, εξού και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον Διάλογό του αναφωνεί: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;».1
Η μελέτη της ιδιολέκτου και των γλωσσικών πρακτικών των αγωνιστών του 1821 επικεντρώνεται εκ των πραγμάτων στις σωζόμενες γραπτές πηγές, με δεδομένη την έλλειψη προφορικών καταγραφών, και περιορίζεται στην ανίχνευση σε αυτές δευτερογενώς στοιχείων προφορικότητας. Επιπλέον, μια παράμετρος που απομακρύνει ακόμη περισσότερο από την ανασύνθεση του προφορικού ύφους είναι η συνήθεια τα γραπτά κείμενα να καταγράφονται στη λόγια μορφή, εφόσον ήδη από την ελληνιστική περίοδο η γραφόμενη γλώσσα διαφοροποιείται από την ομιλουμένη, με ποικίλους βαθμούς διαστρωμάτωσης και απόκλισης.2 Έτσι, ο ζωντανός λόγος των Αγωνιστών μετασχηματίζεται σε μια επιμελημένη αρχαΐζουσα, με γραμματικές μορφές και συντακτικές δομές που πόρρω απείχαν από την προφορική πραγματικότητα της εποχής, οι οποίες όμως ήταν επενδεδυμένες με αυξημένο κοινωνιογλωσσικό γόητρο λόγω της σύνδεσής τους με την αρχαία ελληνική, ως καλλιεργημένη γλώσσα-φορέα της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Επιπλέον, δεδομένου ότι ο γραμματισμός (literacy) ήταν περιορισμένος στις τάξεις των λογίων και του κλήρου, με τις ευρείες λαϊκές μάζες να παραμένουν αποκομμένες από την ανάγνωση και τη γραφή, τη μεταφορά από τον προφορικό στον γραπτό λόγο αναλάμβαναν οι «γραμματικοί», δηλαδή οι μορφωμένοι γραμματείς, οι οποίοι είχαν πρόσβαση στον αλφαβητισμό, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των οπλαρχηγών και των απλών ανθρώπων που πήραν τα όπλα κατά των Τούρκων. Επομένως, τα γραπτά κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως π.χ. τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη) δεν προέρχονται απευθείας από το στόμα/χέρι των ίδιων των αφηγητών, αλλά διαμεσολαβούνται από τους καταγραφείς τους, μία μικρή και με συγκεκριμένα κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά ομάδα, σε σχέση με το σύνολο των δρώντων προσώπων της εποχής, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν πολυφωνικότητα3 κυμαινόμενου βαθμού και έκτασης: σε αυτά συνυπάρχουν και «ακούγονται» (τουλάχιστον δύο)4 διαφορετικές φωνές, εκείνη του «υποκειμένου
Άποψη της Ακρόπολης
από τα Προπύλαια
(τμήμα) επιχρωματισμένη ακουατίντα, εικονογράφηση στο Edward Dodwell, Views in Greece, Λονδίνο 1821 Βιβλιοθήκη της Βουλής
1. Το έργο, που γράφτηκε το 1824/25 αλλά εκδόθηκε μόλις το 1859, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, αποτελεί
μία από τις πρωιμότερες προσπάθειες θεωρητικής υπεράσπισης της χρήσης της καθημερινής προφορικής γλώσσας στον γραπτό λόγο (Χόρροκς 2006: 625).
2. Η διπλή παράδοση της Ελληνικής διατρέχει ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο είτε σιωπηρά, με παράλληλη συμπόρευση των δύο διαστρωματοποιημένων ποικιλιών, λόγιας και δημώδους, είτε με εξάρσεις
και κορυφώσεις, όπως ο Βυζαντινός Αττικισμός στα τέλη του 11ου αιώνα,
σε συνθήκες υπό τις οποίες το Βυζάντιο αντιμετώπιζε την τουρκική/ισλαμική απειλή στην Ανατολή και τη λατινική/καθολική
στη Δύση, με αποτέλεσμα η προσφυγή
στα επιτεύγματα του παρελθόντος να αποτελέσει την πιο ασφαλή επιβεβαίωση της ελληνικής του ταυτότητας (βλ. ενδεικτικά Ανδριώτης 1974: 264· Μπαμπινιώτης 2011· Μackridge 2014).
3. Η πολυφωνικότητα χρησιμοποιήθηκε από τον Bakhtine ως αναλυτικό εργαλείο για τη μελέτη λογοτεχνικών κειμένων (Todorov 1981), για να διευρυνθεί εν συνεχεία η χρήση της σε επιστήμες
όπως η κοινωνιογλωσσολογία και η ανθρωπολογία της γλώσσας (βλ. Gee 1996· Κουτσουσίμου-Τσίνογλου 2000).
4. Πολλές φορές στην υπηρεσία
κάποιου ήταν περισσότεροι του ενός γραμματικοί: π.χ. λέγεται ότι το 1827 ο
Θ. Κολοκοτρώνης είχε στη δούλεψή του ταυτόχρονα «εξ γραμματικούς και έγραφαν ημέρα νύκτα και δεν επρόφθαναν» (βλ. Σαραντάκος 2020: 9).
273