Page 274 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 274
5. Ο όρος «γλωσσικό αποτύπωμα» αναφέρεται κατεξοχήν στην ιδιόλεκτο, το ιδιαίτερο δηλαδή ύφος που χαρακτηρίζει κάθε ομιλητή (πβ. και Leech & Short 1981: 167). Εδώ χρησιμοποιείται διασταλτικά και κατά σημασιολογική επέκταση, για να προσδιορίσει το ιδιαίτερο ύφος μιας συλλογικότητας κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου.
6. Βλ. σχετικά Καζάζης 1999· Σαραντάκος 2020.
7. «...η επίμονη αναζήτηση μιας ενιαίας μορφής γλώσσας συνιστά ήδη ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής ανησυχίας αλλά και της πνευματικής δραστηριότητας» (Σταυρίδη-Πατρικίου 1999: 10).
8. Βλ. Σιμόπουλος 1998· Μackridge 2014.
9. Βλ. http://www.greek-language.gr/ digitalResources/ancient_greek/history/ ag_history/browse.html? start=100.
10. Για την κοινή βλ. Siegel 1985: 363 274 ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
εκφοράς», που φέρει την ευθύνη των λεγομένων, και εκείνη του γραμματικού. Αν και ο τελευταίος εκ της θέσεώς του οφείλει να αποδώσει πιστά το πνεύμα και το γράμμα των καθ’ υπαγόρευση λόγων, στην πράξη ο βαθμός τήρησης αυτής της δέσμευσης είναι ανεξιχνίαστος, καθώς ο «διαμεσολαβητής» δεν αρκείται σε μια απλή μεταγραφή (όπως π.χ. θα έκανε μια γραμματέας στις μέρες μας, καταγράφοντας μια αναφορά που της υπαγορεύει η διευθύντριά της)· αντίθετα, συντελείται μετασχηματισμός του κειμένου σε μια διαφορετική γλωσσική μορφή, τη γραφομένη αρχαΐζουσα, γεγονός που προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό ερμηνευτική εργασία και γλωσσικές επιλογές. Χωρίς να διαθέτουμε την απαιτούμενη πραγματολογική ενημέρωση για τη διαύγαση αυτής της μετασχηματιστικής διαδικασίας, ωστόσο οφείλουμε να την έχουμε κατά νου σε κάθε αναγνωστική και ερμηνευτική προσέγγιση των πηγών της περιόδου.
Σε αυτό το πλαίσιο, στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε το γλωσσικό αποτύπωμα5 της Εθνικής Παλιγγενεσίας, πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821: αφού αρχικά σκιαγραφήσουμε το ευρύτερο πλαίσιο, αφενός, της υφιστάμενης προεπαναστατικά γλωσσικής κατάστασης και, αφετέρου, των περί γλώσσας απόψεων των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην περίπτωση των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (στο εξής: ΑΕΠ), εμβληματικής αρχειακής συλλογής της Βιβλιοθήκης της Βουλής, η οποία αποτέλεσε την κύρια πηγή άντλησης τεκμηριωτικού υλικού για την Έκθεση «Αντικρίζοντας την Ελευθερία! Στη Βουλή των Ελλήνων, δύο αιώνες μετά», προκειμένου να διατυπώσουμε παρατηρήσεις για όψεις της γραπτής και της ομιλουμένης γλώσσας των Αγωνιστών. Τέλος, θα ολοκληρώσουμε με ορισμένες επισημάνσεις για την πορεία της ελληνικής γλώσσας στο νεοσύστατο πλέον κράτος μετά το 1830. Πρόκειται για μια σχετικά υποερευνημένη από γλωσσολογικής απόψεως περίοδο,6 παρά το γεγονός ότι η γλώσσα αποτέλεσε το βασικό όργανο ξεσηκωμού, αλλά και κεντρικό διακύβευμα για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους μετά την Ανεξαρτησία,7 όπως μαρτυρεί το περίφημο «γλωσσικό ζήτημα».
Η ΓΛΩΣΣΙΚH ΚΑΤAΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα όρια της οποίας διαβιούσαν και οι υπόδουλοι Έλληνες, επικρατούσε de facto πολυγλωσσία8: εκτός από την κυρίαρχη τουρκική και την ελληνική, ομιλούντο η περσική, η αραβική, η αρμενική, η σερβική, η βουλγαρική, η αλβανική, η ρουμανική, η εβραϊκή και άλλες γλώσσες.9 Εξάλλου, βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο δεν ήταν η γλώσσα, αλλά η θρησκεία: όσοι χριστιανοί μιλούσαν ελληνικά, ανεξαρτήτως του αν ήταν η μητρική τους γλώσσα ή όχι, μπορούσαν να θεωρηθούν Ρωμιοί, με αποτέλεσμα ο όρος να συμπεριλαμβάνει και εθνότητες όπως οι Βλάχοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι.
Ασφαλώς, στο «πολυφωνικό» αυτό τοπίο η ελληνική κατείχε εξέχουσα θέση, ιδίως σε θεσμικές χρήσεις, όπως, αφενός, η γλώσσα της διοίκησης και της διπλωματίας, υπό τη μορφή ενός «μέσου» ύφους, με συμβιβασμό της γραπτής κοινής με την ομιλουμένη νόρμα, και, αφετέρου, ως γλώσσα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η πολιτική του οποίου συνέβαλε καθοριστικά στη διατήρηση της ελληνικής γλωσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας των υποδούλων. Όπως παρατηρεί ο Χόρροκς (2006: 534), η πρότυπη γραπτή γλώσσα, που επικρατούσε στην καθοδηγούμενη από τους εκκλησιαστικούς κύκλους εκπαίδευση, όχι μόνο στήριξε μια λόγια ομιλούμενη νόρμα, αλλά εξασφάλισε στην ελληνική γλώσσα τη συνοχή και τον μη μεγαλύτερο κατά τόπους κατακερματισμό της σε λαϊκές ποικιλίες.
Σε αντίθεση με τον γραπτό λόγο, στον καθημερινό προφορικό δεν υπήρχε ούτε εντός της ελληνόφωνης επικράτειας μία κοινή,10 πρότυπη (standard) γλώσσα υπό την έννοια που την εννοούμε σήμερα, δηλαδή μια γλωσσική ποικιλία η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό τυποποίησης (standardization) και αποτελεί ενιαίο όργανο επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών – αυτονόητη απουσία από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι. Η ομιλούμενη ελληνική των αρχών του 19ου αιώνα, προϊόν φυσικής διαχρονικής γλωσσικής εξέλιξης, αποτελείται από ένα μωσαϊκό διαλέκτων: πελοποννησιακή-επτανησιακή, τσακωνική, παλαιά αθηναϊκή, νοτιοανατολική (Χίος, Δωδεκάνησα, Κύπρος), κρητοκυκλαδική, διάλεκτοι του Βορρά