Page 281 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 281

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΎ ΚΡΑΤΟΥΣ
Το 1830 προκύπτει πιεστικό πλέον το πρόβλημα που είχε ήδη διαφανεί στις αρχές του 19ου αιώνα: ποια θα είναι η επίσημη γλώσσα του νεοσύστατου κράτους, η γλώσσα των νόμων, της διοίκησης και της εκ- παίδευσης; Επιτακτική, λοιπόν, αναδεικνύεται πια η ανάγκη για γλωσσικό προγραμματισμό, ο οποίος θα καθιερώσει μια κοινή γλώσσα.
Φυσικά, το προεπαναστατικό διαλεκτικό μωσαϊκό στον προφορικό λόγο, που σχολιάσαμε νωρίτερα, δεν έχει πάψει να υπάρχει. Ας θυμηθούμε το θεατρικό έργο του Δ. Βυζαντίου Βαβυλωνία (1836), που περιγρά- φει με χαριτολογικό τρόπο, αν και με λογοτεχνική υπερβολή, τις ευτράπελες ασυνεννοησίες που προκύ- πτουν μεταξύ των πρωταγωνιστών, λόγω της απουσίας κοινού γλωσσικού εργαλείου επικοινωνίας.
Παρά την ύπαρξη γεωγραφικών ποικιλιών, στον προφορικό λόγο σταδιακά διαμορφώνεται μια πρότυπη ομιλούμενη κοινή, με βασικό δημώδες συστατικό το πελοποννησιακό-επτανησιακό ιδίωμα. Ο περιορισμός των διαλεκτικών στοιχείων σε απομονωμένες νησίδες της Πελοποννήσου (Τσακωνιά, Μάνη) έδωσε τη δυ- νατότητα στο εν λόγω ιδίωμα να εμφανιστεί ως πιο «έτοιμο», για να διαμορφώσει την προφορική κοινή του νεοελληνικού κράτους, αναδεικνυόμενο σε ένα είδος «χοάνης», εντός της οποίας βαθμιαία συγχωνεύονται οι ιδιωματικές διαφορές αυτοχθόνων και ετεροχθόνων: λόγω των προεπαναστατικών επιδράσεων της λό- γιας παράδοσης και του κοινού καλλιεργημένου λόγου της κεντρικής περιοχής, που επισημάναμε νωρίτερα, σε αυτή την πρότυπη ομιλούμενη ενσωματώθηκαν σχετικά εύκολα οι λόγιες ποικιλίες των Ελλήνων του εξωτερικού, που κατέφθασαν μετά την Επανάσταση.33
Στα χρόνια που ακολουθούν την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το ζήτημα «της καθιέρω- σης της ομιλουμένης είχε ωθηθεί εντελώς εκτός προσκηνίου» (Σταυρίδη-Πατρικίου 1999: 11), καθώς στον δημόσιο βίο επικρατούν άλλες προτεραιότητες, που σχετίζονταν με την εκ του μηδενός οργάνωση των βασικών δομών ενός σύγχρονου αστικού κράτους - πρόκειται γι’ αυτό που ο Μ. Τριανταφυλλίδης ([1938] 1993) ονόμασε στην «Ιστορική Εισαγωγή» του «το άλυτο πρόβλημα και το σιωπηρό ξεκίνημα». Παράλληλα, μέσα στο ευρύτερο κλίμα νεοκλασικισμού που δέσποζε επί Βαυαροκρατίας, μια πρώτη από- πειρα γλωσσικής πολιτικής (language policy) ήταν ο εκπαιδευτικός νόμος του 1834, ο οποίος όριζε ότι η διδασκόμενη γλώσσα και γλώσσα των εγχειριδίων θα είναι η αρχαία ελληνική, όχι η καθαρεύουσα, πολλώ δε μάλλον η δημώδης. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η στροφή του βλέμματος προς το αρχαιοελληνικό παρελθόν δεσπόζει τόσο στη γλώσσα, όσο και στην τέχνη, δύο διαφορετικούς σημειωτικούς κώδικες, που όμως ακολουθούν παράλληλες διαδρομές, υπαγορευμένες από το πνεύμα της εποχής. Γι’ αυτό ο Πολίτης (2009: 85-86) κάνει λόγο για «καθαρεύουσα πόλη» και «καθαρεύουσα γλώσσα», με την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα το 1834: «Ο νεοκλασικισμός επικράτησε σαρωτικά, και όπως όλοι πρόσθεταν μια αρχαιοπρεπή κατάληξη στις λέξεις για να αρχαΐσουν, κι έλεγαν παιδίον το παιδί και βασιλέα τον βασιλιά, έτσι όλοι έφτιασαν γύψινες κολόνες στις γωνιές των σπιτιών ή μικρά, φτηνά ακροκέραμα στις στέγες τους. Το ίδιο όπως ονοματίσθηκαν με αρχαία ονόματα και αρχαία επίθετα, που να καταλήγουν σε –ίδης και σε –άδης, ή όπως ονομάτισαν τα μαγαζιά τους με αρχαιοπρεπείς επιγραφές οπωροπωλείον, αρτοποιείον και τα παρόμοια».
Οι κοραϊκές αντιλήψεις για τον καθαρισμό της γλώσσας κυριαρχούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η καθαρεύουσα να επικρατήσει, εμπειρικά και ανοργάνωτα μεν, de facto δε στον γραπτό λόγο, κυρίως χάρη στη χρήση της από την εγχώρια πνευματική και κοινωνική ελίτ. Όπως επισημαίνει ο Horrocks (2006: 43), «[...] η σύγχρονη πρότυπη γλώσσα διαμορφώνεται κάτω από τις ισχυρές επιδράσεις της λόγιας παράδοσης, όχι μόνο υιοθε- τώντας στοιχεία κλίσης και μορφολογίας γενικότερα, αλλά και απορροφώντας ένα εκτεταμένο λεξιλόγιο, που ήταν άγνωστο κατά τον 17ο αιώνα». Η «υψηλή» ποικιλία εμπλουτίζεται με διοικητική, στρατιωτική και νομική ορολογία, κυρίως αρχαϊστικής έμπνευσης: π.χ. κυβέρνησις αντί γκουβέρνο (ιταλ. governo), κράτος αντί ντοβλέτι (τουρκ. devlet) κ.ο.κ. – τάση που ήδη σχολιάστηκε. Και στο γενικό λεξιλόγιο διαπιστώνεται ομοίως αθρόα καθιέρωση νεολογισμών με λόγια σχηματιστικά πρότυπα (π.χ. πανεπιστήμιον (Κοραής, 1810), δημο-
33. Βλ. Κεχαγιόγλου 1999β: 246. Για μια διαφορετική προσέγγιση πβ. Παντελίδης 2007.
To γλωσσικό αποτύπωμα της Εθνικής Παλιγγενεσίας 281
 


























































































   279   280   281   282   283