Page 279 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 279
την ελληνιστική κοινή και αντικατασταθεί από εμπρόθετο προσδιορισμό (εις < σε + ΟΦ) , τελικές προτάσεις εισαγόμενες με το διά («να φθάσης εις Γραβιάν όσον τάχος με όλας σου τας δυνάμεις, διά να ιατρεύσωμεν τα συμβάντα της επαρχίας ταύτης των Σαλώνων»), την αρχαία αναφορική αντωνυμία όστις κ.ά.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτά τα λογιοποιημένα κείμενα συχνά παρεισφρέουν λεξήματα και δομές του προφορικού λόγου. Π.χ. σε αναφορά των αρχιστρατήγων της πολιορκίας του Λάλα (16 Ιουνίου 1821, ΑΕΠ, τόμ. 1, σ. 334), αν και εισαγωγικά σε άπταιστη αρχαΐζουσα αναφέρεται ότι «Διά του παρόντος δηλοποιούμεν ημείς οι κάτωθεν υπογεγραμμένοι της πολιορκίας του Λάλα [...]», λίγο πιο κάτω εμφανίζεται ο άκλιτος μετοχικός τύπος σε -οντας/ώντας, ο οποίος ήδη από τον 4ο έως τον 6ο μ.Χ. αι. αρχίζει να δείχνει σημάδια μη μορφολογικής διαφοροποίησης, σημασιοδοτώντας το δημώδες ύφος:29 «[...] από τους οποίους ήτον ένας και ο ρηθείς καπητάν Ευαγγέλης, έχοντας (αντί: έχων) μίαν μικρήν πληγήν εις την κεφαλήν, του οποίου τα ηρωικά έργα έμειναν εντετυπωμένα εις τας καρδίας μας». Στο ίδιο έγγραφο διαβάζουμε: «ανεχωρήσαμεν αφίνοντες ατελή την πολιορκίαν του εχθρού και βουλώνοντες συγγνώμως τα δύω ρηθέντα κανόνια, μην ειμπορούντες να τα πάρωμεν όντας βαρυά», με τα αρχαιοπρεπή στοιχεία ανεχωρήσαμεν, συγγνώμως, ρηθέντα να συνυπάρχουν με τα νεοελληνικά ειμπορούντες (ιδιωματικό, αντί π.χ. δυνάμενοι), βουλώνοντες, όντας. Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα ανάμειξη επιπέδων ύφους (register-mixing).
Ενδιαφέρον στοιχείο προφορικότητας που εντοπίζεται σε πολλά έγγραφα είναι η χρήση δάνειων λέξεων από την τουρκική. Λ.χ. σε επιστολή του βουλευτή Ναυπλίου Αναγνώστη Μακρυποκάμισου προς το Βουλευτικό (Ναύπλιο, 2 Σεπτεμβρίου 1823, ΑΕΠ, τόμ. 9, σελ. 259), προκειμένου ο «γράφων» να δικαιολογήσει την καθυστερημένη εμφάνισή του στο Σώμα, επικαλείται αδιαθεσία, χρησιμοποιώντας τις τουρκικές λέξεις ζαΐφης (< zayıf ‘άρρωστος, αδύναμος, καχεκτικός’) και ζαϊφλίκι: «Όθεν με το να έχω ολίγην μου δουλείαν και το περισσότερον οπού ευρίσκομαι ζαΐφης, κατάκοιτος, διά αυτό εμποδίσθην έως ώρας. [...] Έως Τετάρτη, Πέμπτη μάλιστα ελπίζομεν να αναλάβωμεν από το ζαϊφλίκι μας και αμέσως θέλει καταχειρίσωμεν τον δρόμον μας χωρίς κανένα εμπόδιον». Αξιοσημείωτος είναι και ο αναύξητος τύπος παθητικού αορίστου εμποδίσθην. Ωστόσο, στο κλείσιμο της επιστολής το ύφος επανέρχεται επί το λογιότερον με τη στερεότυπη αποφώνηση «Όλως πρόθυμος».
Ακόμη πιο συχνή, σχεδόν αναπόφευκτη, είναι η χρήση τουρκικών λέξεων, όταν γίνεται αναφορά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, στις οποίες χρησιμοποιείται το καθημερινό λεξιλόγιο του πολέμου. Σε επιστολή του (κανονικά αρβανιτόφωνου) Μάρκου Μπότσαρη προς τον Ιω. Κολοκοτρώνη (Μεσολόγγι, 3 Ιανουαρίου 1823, ΑΕΠ, τόμ. 16, σελ. 131), μετά την αρχαιοπρεπή-αττικίζουσα εισαγωγή («Το αδελφικόν μοι γράμμα σου έλαβον διά το αίσιον της εφετής μοι υγείας σου. Άκρως εχάρην γνους τα εν αυτώ. Καγώ υγιαίνω»), με μορφολογικούς τύπους (γνους) και φωνολογικά φαινόμενα (κράση: καγώ) που έχουν προ πολλού εκλείψει από την ομιλουμένη, ακολουθεί η αναφορά σε περιστατικό εφόδου των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, η οποία είναι γεμάτη από δάνεια λεξήματα από την τουρκική: «Μετά τρεις ημέρας εβγήκαν κάμποσοι Έλληνες προς απόπειραν της δυνάμεώς των και επήγαν έως τα ταμπούρια (πιθανόν εκ του tabur ‘στρατόπεδο οχυρωμένο με αμάξια’ και κατ’ επέκταση ‘οχύρωμα, φυσικό ή τεχνητό, προμαχώνας’) τους, και αυτοί δεν εβγήκαν ποσώς εις απάντησίν των. [...] Εις τας 31 περί το μεσονύκτιον έφυγαν με μεγαλωτάτην ησυχίαν, φοβούμενοι να τους πάρωμεν από κατόπιν, και άφησαν όλα τα τσατήρια (< çadιr ‘αντίσκηνο’), τα κανόνια τους και τους τζιμπεχανέδες (< cephane ‘πυριτιδαποθήκη, πυρομαχικά, πολεμοφόδια) και όλην την αποσκευήν τους».
Σε άλλα έγγραφα διαπιστώνουμε πολυσυλλεκτικότητα ως προς τη γλώσσα-πηγή του δανεισμού: π.χ. στην επιστολή των Α. Βώκου, Ιω. Βούλγαρη και Λ. Λαλεχού προς τους προκρίτους της νήσου Ύδρας με θέμα την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο (Ψαρά, 7 Ιουνίου 1822, ΑΕΠ, τόμ. 1, σελ. 551), συναντάμε λέξεις τουρκικής προέλευσης, όπως σαντσάκι (< sancak ‘δευτεροβάθμια διοικητική διαίρεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υποδιαίρεση του εγιαλετιού’, στο κείμενο όμως με την αρχική σημασία ‘στρατιωτικό λάβαρο’), ιταλικής, όπως βαρδακόστες (και ενίοτε γαρδακόστες < guardacosta, ‘ανιχνευτικά ή περιπολικά σκάφη’), τρασπόρτα (< trasporto ‘μεταγωγικό ή φορτηγό πλοίο’), σαλούπες (και τζαλούπες, < ιταλ. scialuppa ή βενετ.
29. Βλ. Νάκας 2003.
To γλωσσικό αποτύπωμα της Εθνικής Παλιγγενεσίας 279