Page 244 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 244
5. C. W. Crawley, The question of Greek independence. A study of British policy in the Near East, 1821-1833, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 2014,
σ. 17-42.
6. Ανδρ. Μιχ. Ανδρεάδης, Ιστορία
των εθνικών δανείων. Μέρος Α’. Τα δάνεια της ανεξαρτησίας, 1824-1825.
Το δημόσιον χρέος επί της βαυαρικής δυναστείας, Εστία, Αθήνα 1904, σ. 1-72· G. F. Bartle, «Bowring and the Greek loans of 1824 and 1825», Balkan Studies, 3, 1962, σ. 61-74· Maria-Chris- tina Chatziioannou, «War, crisis and sovereign loans. The Greek War of Independence and British economic expansion in the 1820s», The Historical Review/La Revue Historique, 10 (2013), σ. 33-55.
7. Driault & Lhéritier, Histoire diploma- tique, τ. 1, σ. 222-232· Χριστοδουλίδης, Διπλωματική ιστορία, τ. 2, σ. 69-70· Θάνος Βερέμης & Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, Καστανιώτης, Αθήνα 32006, σ. 206· Chris M. Wood- house, 1821. Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας, Εστία, Αθήνα 1978,
σ. 148.
244 ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
φαινόταν να βυθίζεται στη δίνη των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Η κατάσταση επιδεινωνόταν περαιτέρω από την απροθυμία της Ρωσίας να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο στην επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ωστόσο, μια απροσδόκητη εξέλιξη έμελλε να αλλάξει προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων τους διπλωματικούς συσχετισμούς στη γηραιά ήπειρο: η μεταστροφή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στο Ελληνικό ζήτημα.
ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ
Τα πρώτα σημάδια της αλλαγής της πορείας πλεύσης του Λονδίνου έγιναν φανερά το φθινόπωρο του 1822, όταν, έπειτα από την αυτοκτονία του Robert Castlereagh, τη διεύθυνση του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών ανέλαβε ο George Canning. Σε αντίθεση με τον Castlereagh, ο οποίος ενδιαφερόταν για τη διατήρηση του status quo στην Εγγύς Ανατολή και κατά συνέπεια αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα την προοπτική δημιουργίας ελληνικού κράτους, ο Canning διέβλεψε ότι η Ελληνική Επανάσταση, σε συνδυασμό με την άτολμη και αντιφατική πολιτική της Ρωσίας, δημιουργούσε μία σημαντική ευκαιρία για τη Μεγάλη Βρετανία προκειμένου να διευρύνει την επιρροή της στη Μεσόγειο και να διαδραματίσει έτσι πρωτεύοντα ρόλο σε οποιαδήποτε μελλοντική διευθέτηση του Ανατολικού ζητήματος.
Σε μια έμπρακτη εκδήλωση του νέου ανέμου που έπνεε στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 1823 οι Βρετανοί ανακοίνωσαν ότι θα σέβονταν τον αποκλεισμό των οθωμανικών ακτών του Ιονίου Πελάγους, τον οποίο είχε κηρύξει έναν χρόνο νωρίτερα η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση. Επρόκειτο για μια κίνηση που συνεπαγόταν την αναγνώριση των επαναστατών ως εμπολέμων.5 Τον Φεβρουάριο του 1824, οι επαναστατημένοι Έλληνες συνήψαν με βρετανικές τράπεζες δάνειο, ονομαστικού κεφαλαίου 800.000 λιρών Αγγλίας. Έναν χρόνο αργότερα ακολούθησε η συνομολόγηση νέου δανείου, ύψους 2.000.000 λιρών.6 Ανεξάρτητα από τους επαχθείς για την ελληνική πλευρά όρους τους, τα δάνεια συνιστούσαν επιτυχία σε πολιτικό επίπεδο, καθώς αποτελούσαν στην ουσία έμμεση αναγνώριση της ύπαρξης ενός προπλάσματος ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, δημιουργούσαν ισχυρό ενδιαφέρον στους δανειστές του Λονδίνου για την επιτυχία της Επανάστασης, αφού μόνο έτσι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την είσπραξη των κεφαλαίων και των τόκων.
Η μεταστροφή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση προκάλεσε τον έντονο προβληματισμό της Ρωσίας. Η Αγία Πετρούπολη ανησυχούσε για την πιθανότητα υπονόμευσης της δικής της επιρροής στον γεωπολιτικά ευαίσθητο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Παραδοσιακά, οι Βρετανοί επιδίωκαν τον αποτροπή της καθόδου των Ρώσων στα θερμά μεσογειακά ύδατα. Από την πλευρά τους, οι Ρώσοι σταθερά επιζητούσαν την απόκτηση ερεισμάτων στη Μεσόγειο, τα οποία θα τους επέτρεπαν να εκπληρώσουν στρατηγικούς στόχους που είχαν τεθεί ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα επί της βασιλείας του τσάρου Πέτρου Α ́.
Κάτω από την πίεση των εξελίξεων, ο τσάρος Αλέξανδρος Α ́ ανέλαβε την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων. Στις 28 Δεκεμβρίου 1823/9 Ιανουαρίου 1824, υπέβαλε την πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση επίλυσης του Ελληνικού ζητήματος, η οποία έμεινε έκτοτε γνωστή ως το «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων». Ακολουθώντας το διοικητικό πρότυπο που ίσχυε στη Μολδαβία και στη Βλαχία, το Σχέδιο προέβλεπε την ίδρυση τριών αυτόνομων ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο. Από αυτές, η πρώτη θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική, η δεύτερη την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, και η τρίτη την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Παράλληλα, ειδικό καθεστώς διοικητικής αυτονομίας θα αναγνωριζόταν στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Βάσει του Σχεδίου, ο σουλτάνος θα εισέπραττε ετήσιο φόρο υποτέλειας και θα διατηρούσε την ονομαστική επικυριαρχία του στις τρεις ηγεμονίες, την οποία θα υπογράμμιζε σε συμβολικό επίπεδο η παρουσία κατά τόπους οθωμανικών φρουρών. Οι Έλληνες θα είχαν το αποκλειστικό προνόμιο της διοίκησης των ηγεμονιών, οι οποίες θα διέθεταν δική τους σημαία και θα εκπροσωπούνταν από κοινού στην Υψηλή Πύλη από τον οικουμενικό πατριάρχη.7