Page 249 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 249
υποχώρηση στο ζήτημα των ορίων του ελληνικού κράτους. Από την άλλη, η διεύρυνση των συνόρων σχεδόν νομοτελειακά θα συνεπαγόταν τη διευθέτηση του Ελληνικού ζητήματος στη βάση της αυτονομίας του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, ο Καποδίστριας ήταν αποφασισμένος να επιμείνει και στους δύο στόχους, αποσυσχετίζοντας, στον βαθμό που οι περιστάσεις του το επέτρεπαν, τον έναν από τον άλλον.
Η ευνοϊκή συγκυρία που παρείχε η έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου τον Απρίλιο του 1828 διευκόλυνε τους ελιγμούς του κυβερνήτη. Μία από τις πρώτες επιδιώξεις του υπήρξε η εξασφάλιση της αποστολής συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, το οποίο θα αναλάμβανε να εκδιώξει τα υπολείμματα του στρατού του Ιμπραήμ. Θα δινόταν, έτσι, ένα σαφές μήνυμα ότι οι τρεις Δυνάμεις ήταν αποφασισμένες να επιμείνουν στην απόφασή τους για τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους, έστω αυτόνομου όπως περιγραφόταν στις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης και της Συνθήκης του Λονδίνου. Οι συντονισμένες ενέργειες του Καποδίστρια καρποφόρησαν, έστω κι αν τελικά μόνο γαλλικά στρατεύματα έφτασαν στην Πελοπόννησο.18
Ο Καποδίστριας εκμεταλλεύθηκε επιδέξια την επιδείνωση των σχέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις τρεις Δυνάμεις, η οποία μοιραία προέκυψε αμέσως μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Οι πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και μετακινήθηκαν αρχικά στην Κέρκυρα κι από εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1828, στον Πόρο. Έτσι, ο Καποδίστριας είχε το πλεονέκτημα της άμεσης επαφής μαζί τους και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικότερης επιρροής. Προτεραιότητα έδωσε στην εξασφάλιση όσο το δυνατόν πιο διευρυμένων ορίων για το ελληνικό κράτος. Τις εισηγήσεις του τις συμπεριέλαβε σε υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε στις 11/23 Σεπτεμβρίου 1828 στην πρεσβευτική Διάσκεψη. Με αυτό, ζητούσε τα χερσαία ελληνικά σύνορα να χαράσσονταν σε μια γραμμή που στα δυτικά θα ξεκινούσε από τις ακτές της Ηπείρου, λίγο βορειότερα από το ύψος της Κέρκυρας, και που στα ανατολικά θα κατέληγε στις βόρειες παρυφές του Ολύμπου. Διεκδικούσε, επίσης, τη συμπερίληψη στην ελληνική επικράτεια της Εύβοιας, της Κρήτης, της Σάμου και όλων των υπόλοιπων νησιών του Αιγαίου. Αντίθετα, ο Καποδίστριας απέφυγε συνειδητά να αναφερθεί στο κρίσιμο ζήτημα εάν το ελληνικό κράτος θα ήταν αυτόνομο ή ανεξάρτητο, καθώς η προτεραιότητά του στη δεδομένη συγκυρία ήταν το θέμα των συνόρων. Στις 30 Νοεμβρίου/12 Δεκεμβρίου 1828, η Διάσκεψη του Πόρου αποφάνθηκε υπέρ της οριοθετικής γραμμής Αμβρακικού-Παγασητικού, προτείνοντας παράλληλα την παραχώρηση στο ελληνικό κράτος της Εύβοιας και των Κυκλάδων και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της ενσωμάτωσης της Σάμου και της Κρήτης. Σύμφωνα, τέλος, με τη γνωμοδότηση των τριών πρεσβευτών, το νέο κράτος θα παρέμενε φόρου υποτελές στο σουλτάνο, ενώ την ανώτατη εκτελεστική εξουσία θα ασκούσε κληρονομικός ηγεμόνας.19
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Η σημασία της πρεσβευτικής γνωμοδότησης μετριαζόταν από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των τριών Δυνάμεων είχαν ήδη μερικές εβδομάδες νωρίτερα προχωρήσει στην υπογραφή νέου Πρωτοκόλλου στο Λονδίνο (4/16 Νοεμβρίου 1828). Βάσει αυτού, το ελληνικό κράτος προβλεπόταν να είναι αυτόνομο και να συμπεριλάβει στα όριά του μόνο την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ο διαφαινόμενος εδαφικός ακρωτηριασμός θα στερούσε από την Ελλάδα πολύτιμα εδάφη, σημαντικούς ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά και απαραίτητους πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Το ελληνικό κράτος που περιγραφόταν από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1828 θα ήταν όχι μόνο μικρό, αλλά και εξαιρετικά αδύναμο και ευάλωτο, σε βαθμό που η επιβίωσή του σε βάθος χρόνου να καθίστατο αμφίβολη.
Ο παράγοντας που έμελλε να μεταβάλει τις ισορροπίες ήταν η εξέλιξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, ο οποίος είχε ξεκινήσει από τον Απρίλιο του 1828. Οι ρωσικές νίκες στα πεδία των μαχών ώθησαν τους Βρετανούς να μεταβάλουν τη στάση τους στο Ελληνικό ζήτημα, υπό τον φόβο ότι οι Ρώσοι θα μπορούσαν να επιβάλουν μονομερώς λύση. Έτσι, στις 10/22 Μαρτίου 1829 υπογράφηκε νέο Πρωτόκολλο στο
18.Foreign Office, British and foreign state papers, 1828-1829, τ. 16, Ridgway, Λονδίνο 1832, σ. 1083-
1086· Foreign Office, British and foreign state papers, 1829-1830, τ. 17, Ridgway, Λονδίνο 1832, σ. 1295-
1297· Correspondance du comte J. Capodistrias, président de la Grèce, τ.
2, Cherbuliez, Γενεύη/Παρίσι 1839, σ. 320-321, 344-349, 354-358, 372- 377, 420-424, 481-485, 522-525· Δέσποινα Θεμελή-Κατηφόρη, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια, Επικαιρότητα, Αθήνα 1985, σ. 45-107· Βασίλης Κρεμμυδάς, «Ο γαλλικός στρατός
στην Πελοπόννησο. Συμβολή στην ιστορία της καποδιστριακής περιόδου», Πελοποννησιακά, 12, 1976-1977, σ. 75-102· Driault & Lhéritier, Histoire diplomatique, τ. 1, σ. 408-419.
19.D. C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 48-66· [Foreign Office], Papers relative to
the affairs of Greece, 1826-1832, σ. 491-517· Foreign Office, British and foreign state papers, 1829-1830, τ. 17, σ. 405-431· Edward Hertslet, The map of Europe by Treaty, τ. 2, Butterworths, Λονδίνο 1875, έγγραφο αρ. 141· Craw- ley, The question of Greek independence, σ. 142-151· Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως διπλωμάτης, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2009, σ. 36-37.
Η Ελληνική Επανάσταση και η ευρωπαϊκή διπλωματία 249