Page 74 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 74

5. Ρήγας Βελεστινλής, Άπαντα τα σωζόμενα, τόμ. Ε ́, επιμ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων, 2000, σ. 34
6. Στο ίδιο, σ. 44.
74 ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας (1797) συνιστούν ουσιαστικά την απόληξη και την κορύφωση των ιδεολογικών αναζητήσεων και επεξεργασιών που είχαν δοκιμαστεί κατά την προηγούμενη τριακονταετία, αλλά συγχρόνως και την αφετηρία της επαναστατικής παράδοσης στον ελληνικό κόσμο που θα κατέληγε στο 1821.
Στο φυλλάδιο του ο Ρήγας περιλαμβάνει την έκκληση για την αποτίναξη του ζυγού, τη διακήρυξη των δικαιωμάτων σε τριάντα πέντε άρθρα και το σχέδιο του πολιτεύματος της Ελληνικής Δημοκρατίας σε 124 άρθρα. Σε παράρτημα παρατίθεται η περιγραφή της σημαίας της Ελληνικής Δημοκρατίας σε τρία χρώματα κατά το πρότυπο της τρίχρωμης σημαίας της Γαλλικής Δημοκρατίας. Το φυλλάδιο ολοκληρώνεται με τον “ορμητικό πατριωτικό ύμνο”, τον Θούριο. Με τα κείμενα που συγκεντρώνει ο Ρήγας στο επαναστατικό του φυλλάδιο ο οραματισμός της ελευθερίας καθίσταται συγκεκριμένη πολιτική και πολιτειακή διεκδίκηση. Το πνεύμα της πολιτικής διεκδίκησης εκφράζεται χαρακτηριστικά στο ακόλουθο απόσπασμα από τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας:5
Ὁ μέχρι τοῦδε δυστυχὴς οὗτος λαός, βλέποντας ὅτι ὃλαι του αἱ θλίψεις, αἱ ὀδύναι, τὰ καθημερινὰ δάκρυά του, ὁ ἀφανισμός του, προέρχονται ἀπὸ τὴν κακὴν καὶ ἀχρειεστάτην διοίκησιν, ἀπὸ τὴν στέρησιν καλῶν νόμων, ἀπεφάσισεν ἐνανδριζόμενος μίαν φορὰν νὰ ἀτενίσῃ πρὸς τὸν οὐρανόν, νὰ ἐγείρῃ ἀνδρείως τὸν καταβεβαρημένον τράχηλόν του καὶ, ἐνοπλίζοντας ἐμμανῶς τοὺς βραχίονάς του μὲ τὰ ἂρματα τῆς ἐκδικήσεως καὶ τῆς ἀπελπισίας, νὰ ἐκβοήσῃ μεγαλοφώνως ἐνώπιον πάσης τῆς οἰκουμένης, μὲ βροντώδη κραυγήν, τὰ ἱερὰ καὶ ἄμωμα δίκαια ὁποὺ θεόθεν τῷ ἐχαρίσθησαν διὰ νὰ ζήσῃ ἡσύχως ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
Το όραμα της ελληνικής ελευθερίας όπως το διατυπώνει ο Ρήγας συνίσταται στην απαλλαγή από τα δεινά της αυθαιρεσίας και του δεσποτισμού, αλλά και στην ωριμότητα και αποφασιστικότητα για τη διεκδίκηση των “ιερών και αμώμων δικαίων”, που διαθέτει “θεόθεν” κάθε λαός και κάθε άνθρωπος. Αυτό ήταν ακριβώς το πνεύμα της μεγάλης εποχής των επαναστάσεων. Ότι επρόκειτο για επαναστατική διεκδίκηση, ότι ο οραματισμός της ελευθερίας συνεπαγόταν ουσιαστικά μία επανάσταση για να πραγματωθεί, το γνωρίζει πολύ καλά ο Ρήγας, έχοντας επίγνωση του τι συνέβαινε στην Ευρώπη της εποχής του. Πληροφορεί τους Έλληνες και τους αδελφούς βαλκανικούς λαούς, τους οποίους καλεί να συμπαραταχθούν στην επαναστατική διεκδίκηση της ελευθερίας ότι ενώπιόν τους βρίσκεται η πρόκληση της επαναστατικής ανατροπής:6
Ὅταν ἡ διοίκησις βιάζῃ, ἀθετῇ, καταφρονῇ τὰ δίκαια τοῦ λαοῦ καὶ δὲν εἰσακούῃ τὰ παράπονά του, τὸ νὰ κάμῃ τότε ὁ λαός, ἢ κάθε μέρος τοῦ λαοῦ, ἐπανάστασιν, ν’ ἁρπάξῃ τὰ ἄρματα καὶ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς τυράννους του, εἶναι τὸ πλέον ἱερὸν ἀπ’ ὅλα τὰ δίκαιά του καὶ τὸ πλέον ἀπαραίτητον ἀπ’ ὅλα τὰ χρέη του.
Η πρόσκληση του Ρήγα λειτούργησε ως η αφετηρία της εμφάνισης, στον λόγο και στην πολιτική πράξη, της παράδοσης του βαλκανικού ριζοσπαστισμού. Στα ίχνη του Ρήγα και ως επιτύμβιο στη θυσία του, ο Ανώνυμος Έλλην, συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας (1806), προσδίδει ισχυρό κοινωνικό περιεχόμενο στον οραματισμό της ελευθερίας. Προειδοποιεί πρώτον ότι η απελευθέρωση θα προέλθει μόνον από τον αγώνα και την αποφασιστικότητα των ίδιων των Ελλήνων, τους οποίους καλεί να απαλλαγούν από τις ψευδαισθήσεις των προσδοκιών βοήθειας από ξένες δυνάμεις. Προβάλλει μάλιστα το παράδειγμα των Σέρβων, οι οποίοι ακριβώς εκείνη τη στιγμή είχαν αρχίσει τη δική τους επανάσταση κατά του οθωμανικού ζυγού. Δεύτερον ο Ανώνυμος προβαίνει σε μία καθολική και σκληρή καταγγελία όσων αποκαλεί “συνεργούς της τυραννίας” και καλεί τους Έλληνες πατριώτες να στραφούν και εναντίον αυτών όπως και εναντίον των τυράννων στον επαναστατικό τους αγώνα. Καλεί δηλαδή ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας σε μία ριζική κοινωνική αναμόρφωση, μία αποκάθαρση της ελληνικής κοινωνίας από τις ακραίες ανισότητες που εξέτρεφε ο δεσποτισμός, αποδίδοντας προνόμια στους θεράποντές του μεταξύ των υποδούλων. Η καταγγελία της ανισότητας, ως αναπόδραστης συνέπειας του δεσποτισμού,
 

























































































   72   73   74   75   76